- πρόπτωση
- η / πρόπτωσις -ώσεως, ΝΑ [προπίπτω]1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «πρόπτωση τής μήτρας» β. «πρόπτωσις ὑστέρας», Διοσκ.)αρχ.1. (σχετικά με τα μάτια) εκβολή προς τα έξω, προεκβολή2. η προεκβολή τών δοράτων τής φάλαγγας3. κλίση, ροπή προς κάτι4. εσπευσμένη, αστήρικτη κρίση5. εκφυλισμός6. μτφ. το να προσπίπτει κανείς στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον7. φρ. «ἡ τοῡ φθόγγου πρόπτωσις» — εκφώνηση, προφορά.
Dictionary of Greek. 2013.